συμφύρει

συμφύρει
συμφύ̱ρει , συμφύρω
knead together
aor subj act 3rd sg (epic)
συμφύ̱ρει , συμφύρω
knead together
pres ind mp 2nd sg
συμφύ̱ρει , συμφύρω
knead together
pres ind act 3rd sg
συμφυράω
mix up with
pres imperat act 2nd sg (attic epic ionic)
συμφυράω
mix up with
imperf ind act 3rd sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • συμφύρτης — ὁ, Μ [συμφύρω] αυτός που συμφύρει, που ανακατώνει …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”